Ἁρμονικοί

Ἁρμονικοί
Ἁρμονικός
skilled in music
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁρμονικοί — ἁρμονικός skilled in music masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • εύζυξ — εὔζυξ, ὁ, ἡ (Α) αρμονικά ταιριαστός («μαζοὶ γλαγόεντες, ἐΰζυγες, ἱμερόεντες» μαστοί γεμάτοι γάλα, αρμονικοί, που προκαλούν τον πόθο). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζυξ < εζύγην, παθ. αόρ. β τού ζεύγνυμι*] …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • φλαζολέ — Ν μουσ. 1. πνευστό όργανο που έχει μεγάλη ομοιότητα με το φλάουτο με ράμφος·2. ορισμένοι ψηλοί φθόγγοι, με ηχόχρωμα παρόμοιο προς τού φλάουτου, που αναδίδουν το βιολί και άλλα έγχορδα όργανα, αλλ. αρμονικοί ήχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. flageolet… …   Dictionary of Greek

  • Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • Τσαρλίνο, Τζοζέφο — (Zarlino, Κιότζα 1517– Βενετία 1590). Ιταλός θεωρητικός της μουσικής και συνθέτης. Σε ηλικία είκοσι ετών έγινε φραγκισκανός μοναχός και τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές με τον Βίλαερτ στη Βενετία, όπου εγκαταστάθηκε το 1541. Αφού απέκτησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”